αρουσι
Смотреть что такое "αρουσι" в других словарях:
ἀροῦσι — ἀ̱ροῦσι , ἀείρω attach fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀ̱ροῦσι , ἀείρω attach fut ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀρόω plough pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) ἀρόω plough pres ind act 3rd pl (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Μενελίκ ή Μενιλέκ — (Menelik II, 1844 – 1913). Αυτοκράτορας της Αβησσυνίας (σημερινή Αιθιοπία). Ήταν ηγεμόνας της φυλής των των Σόα (1865 89) και επέδειξε συγκεντρωτικές τάσεις. Αγωνίστηκε εναντίον του βασιλιά της Αιθιοπίας Ιωάννη Δ’, ο οποίος όμως τον νίκησε το… … Dictionary of Greek