αρουσι

αρουσι
    ἀροῦσι
    I
    3 л. pl. fut. к αἴρω См. αιρω
    II
    3 л. pl. praes. к ἀρόω См. αροω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρουσι" в других словарях:

  • ἀροῦσι — ἀ̱ροῦσι , ἀείρω attach fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀ̱ροῦσι , ἀείρω attach fut ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀρόω plough pres part act masc/neut dat pl (attic ionic) ἀρόω plough pres ind act 3rd pl (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Μενελίκ ή Μενιλέκ — (Menelik II, 1844 – 1913). Αυτοκράτορας της Αβησσυνίας (σημερινή Αιθιοπία). Ήταν ηγεμόνας της φυλής των των Σόα (1865 89) και επέδειξε συγκεντρωτικές τάσεις. Αγωνίστηκε εναντίον του βασιλιά της Αιθιοπίας Ιωάννη Δ’, ο οποίος όμως τον νίκησε το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»